υποκαρούμαι

υποκαρούμαι
-όομαι, Α
περιπίπτω κάπως σε κατάσταση ληθάργου ή νάρκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + καρῶ «βυθίζω κάποιον σε λήθαργο, ναρκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”